- διάστιξη
- (AM διάστιξις)[διαστίζω]ο χωρισμός λέξεων ή φράσεων με τα σημεία στίξεως, η στίξηνεοελλ.1. στολισμός επιφάνειας με στίγματα, στιγματισμός2. ειδικά η διακόσμηση τού ανθρώπινου σώματος με παραστάσεις δερματοστιξία, τατουάζμσν.1. στιγματισμός, καυτηρίαση2. κανόνας, εντολήαρχ.διάκριση, διαστολή.
Dictionary of Greek. 2013.